ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

labour_lawΣτο πλαίσιο της πολυπλοκότητας και των διάσπαρτων διατάξεων που συνήθως είναι δυσερμήνευτες και αντιφατικές, το γραφείο μας έχει αναλάβει την ευθύνη διεκδίκησης των δικαιωμάτων των εργαζομένων τόσο στο ευρύτερο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς είθισται τα όργανα της Πολιτείας, όπως η Επιθεώρηση Εργασίας στις περισσότερες των περιπτώσεων να ακούν τα μέρη (εργοδότη και εργαζόμενο) και στη συνέχεια να τους προτρέπουν να προσφύγουν στα πολιτικά δικαστήρια.

Στη πράξη, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα, μονομερείς βλαπτικές μεταβολές λαμβάνουν χώρα καθημερινά στις εργασιακές σχέσεις και μάλιστα σε όλα τα επίπεδα (τόπος, χρόνος, μισθός, ωράριο). Με δεδομένο δε, ότι κάθε μονομερής μεταβολή θέτει στον εργαζόμενο ένα κορυφαίο δίλημμα, όπως είναι αυτό, «του αποδέχομαι τους νέους όρους ή αποχωρώ από την εργασία μου».

Όμως, για τη διαπίστωση της ύπαρξης ή μη μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας από πλευράς του εργοδότη, πρέπει κατ΄ αρχήν να ερμηνευτεί η σύμβαση εργασίας αυτή καθ΄ εαυτή (ΑΚ 173 & 200), να αναζητηθεί η ύπαρξη τυχόν παραβιάσεων κανόνων αναγκαστικού δικαίου και ακολούθως να διερευνηθούν τα όρια του διευθυντικού δικαιώματος, μέσω της ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 281 ΑΚ.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2112/1920, «πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλο, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι΄ ην ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος νόμου». Πολλές φορές δε, συνεπάγεται άμεση ή έμμεση υλική ζημία ή ηθική βλάβη με τη προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου ως προς την επαγγελματική αξία του και κατά περίπτωση όταν ο εργοδότης στα πλαίσια της οργανωτικής αναδιάρθρωσης της επιχείρησης του τοποθετεί το μισθωτό σε άλλη υπηρεσία σε σχέση με εκείνη, στην οποία είχε τοποθετηθεί προηγουμένως και με άλλο αντικείμενο απασχόλησης, εφόσον τα νέα αυτά καθήκοντα είναι υποδεέστερα και τον υποβιβάζουν.

Αλλά και η περιπτωσιολογία υπάρξεως ή μη εργατικού ατυχήματος, συνιστά ένα δυσερμήνευτο και ευαίσθητο θέμα, καθόσον έχουμε επιληφθεί υποθέσεων όταν το ατύχημα, καίτοι δε συνέβη κατά την εκτέλεση της εργασίας, συνδέεται με αυτή με σχέση αίτιου και αποτελέσματος ως εκ του γεγονότος ότι ένεκα της εργασίας δημιουργήθησαν οι για την επέλευση αυτού ιδιαίτερες πραγματικές συνθήκες (Α.Π. 299/1977). Επίσης, εξ αφορμής της εργασίας θεωρείται επελθόν το ατύχημα και όταν έλαβε χώραν εκτός του τόπου και χρόνου αυτής και μετά τη λύση ακόμη της συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας, εφόσον υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος, δυνάμει του οποίου οφείλεται τούτο στην εργασία ως αφορμή (όλομ. Α.Π. 178/1976 και Α.Π. 649/1974). Εν προκειμένω, στην εξ αφορμής της εργασίας έννοια του εργατικού ατυχήματος εμπίπτει η σωματική βλάβη, την οποία τρίτος προξένησε με το αυτοκίνητό του στο μισθωτό που μετέβαινε πεζός από την οικία του στον τόπο της εργασίας του δια της ενδεικνυόμενης όμως εκ των περιστάσεων οδού (Α.Π. 630/1976), ο πνιγμός του ναυτικού, ο οποίος επήλθε μετά την παύση της εργασίας κατά τον χρόνον της ψυχαγωγίας, η οποία εκρίθη αναγκαία λόγω της απαγορεύσεως της εξόδου του από το πλοίο (Α.Π. 229/1977), όπως επίσης και το επελθόν ατύχημα παλλινοστούντα ναυτικού μετά τη λύση της συμβάσεως ναυτολογήσεως κατά τη διάρκεια της επιστροφής του στην Ελλάδα δια του επιλεγέντος παρά του πλοιάρχου συγκοινωνιακού μέσου (όλομ. Α.Π. 178/1976).