ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

inheritance_lawΜε ιδιαίτερη ευαισθησία και υψηλό αίσθημα ευθύνης και επαγγελματισμού, διαχειριζόμαστε τις κληρονομικές σας υποθέσεις, προσφέροντας υψηλό επίπεδο υπηρεσιών σε ένα ιδιαίτερα ευρύ φάσμα περιπτώσεων, που άπτεται πολλών δικαιϊκών πεδίων.

Ιδιαίτερα, μετά τις σχετικά πρόσφατες τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, στόχος μας είναι η επιτάχυνση των διαδικασιών που απαιτούνται, ώστε οι κληρονομικές υποθέσεις να περατώνονται επιτυχώς και στο συντομότερο δυνατόν χρονικό διάστημα, τόσο προς όφελος των εντολέων μας όσο και για την ασφάλεια των συναλλαγών.

Στον κλάδο των κληρονομικών υποθέσεων, από τις πιο απλές έως και τις πλέον σύνθετες, η ύπαρξη σοβαρής, εχέμυθης και αποτελεσματικής δράσης από όλους τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης και δη από τον Δικηγόρο, είναι κρίσιμη για την αποφυγή χρονοτριβής και άσκοπων ενεργειών, συνάμα δε από το επιστημονικό επίπεδο, την οξυδέρκεια και το ήθος του νομικού παραστάτη εξαρτώνται τα πάντα, είτε ομιλούμε για δικαστική είτε για εξώδικη διαδικασία.

Κρίσιμες επίσης είναι και οι νομικές συμβουλές που αφορούν τα κληρονομικά ζητήματα, καθώς από αυτές εξαρτάται το μέλλον, ήτοι οι νέες περιουσιακές και διαπροσωπικές σχέσεις των εκάστοτε τιμώμενων αλλά και τα ωφελήματα και βάρη που συνεπάγεται η αποδοχή μιας κληρονομιάς.

Στο παρελθόν αλλά και επί του παρόντος χειριζόμαστε ιδιαίτερα απαιτητικές κληρονομικές υποθέσεις, με εξειδικευμένη κατάρτιση στην έρευνα και αποτίμηση περιουσιακών στοιχείων, στην προστασία της κληρονομιάς και των ίδιων των κληρονόμων, στην απεμπλοκή ενηλίκων και ανηλίκων από επαχθείς κληρονομιές (αίτηση αποποίησης, ευεργέτημα απογραφής κλπ) και στην αντιμετώπιση περιπτώσεων σφετερισμού της κληρονομιάς ασθενών και ηλικιωμένων από τρίτους.

Στις μέρες μας η ανάγκη στήριξης και αξιόπιστης νομικής κάλυψης στο χώρο του κληρονομικού δικαίου καθίσταται ιδιαίτερα επιτακτική για τους πολίτες, καθόσον πληθαίνουν οι κίνδυνοι και τα βάρη που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι κληρονόμοι, η πολυετής δε εμπειρία μας σε ένα σύγχρονο δικηγορικό γραφείο και η επίσης πολυετής συνεργασία μας με επιτυχημένους επαγγελματίες του κλάδου (Συμβολαιογράφους, Λογιστές, Εκτιμητές, Γραφολόγους κ.ά) εγγυώνται την ομαλή εξέλιξη των κληρονομικών υποθέσεων προς το σκοπό της πραγμάτωσης και ολοκλήρωσης των νέων δεδομένων.

Το κληρονομικό δικαίωμα – Γενικά

 Κληρονόμος γίνεται κάποιος με διαθήκη ή χωρίς διαθήκη. Χωρίς διαθήκη κληρονόμοι είναι οι κοντινότεροι συγγενείς του θανόντος, όπως προκύπτουν από το πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών που εκδίδεται από το Δήμο που ήταν εγγεγραμμένος ο θανών ή από τα ΚΕΠ.

Ο καθένας από αυτούς υπεισέρχεται στην κληρονομιά με συγκεκριμένη σειρά και ποσοστά που ορίζονται από το νόμο. Συγκεκριμένα, στην εξ αδιαθέτου διαδοχή καλούνται οι συγγενείς εξ αίματος σε ευθεία ή πλάγια γραμμή με την εξής σειρά: Πρώτα οι κατιόντες απεριόριστα, έπειτα οι ανιόντες μέχρι και τον τρίτο βαθμό, δηλαδή οι γονείς, οι παππούδες και γιαγιάδες, οι προπαππούδες και προγιαγιάδες και τέλος οι συγγενείς σε πλάγια γραμμή μέχρι και τον τέταρτο βαθμό, δηλαδή οι αδελφοί, τα ανίψια, τα παιδιά ανιψιών, οι θείοι και τα πρώτα ξαδέλφια. Η ύπαρξη των πρώτων κατά την ανωτέρω σειρά αποκλείει από την κληρονομία τους υπόλοιπους, αντίστοιχα δε η ύπαρξη των δευτέρων (στην περίπτωση που δεν υφίστανται οι πρώτοι κατά τα ως άνω) αποκλείει τους τρίτους. Ο/η σύζυγος του κληρονομουμένου, εφόσον επιζεί, καλείται και αυτός να κληρονομήσει. Το δημόσιο κληρονομεί μόνον όταν δεν υπάρχουν συγγενείς που να καλούνται στην κληρονομία ή έχουν όλοι αποποιηθεί.

Για να γίνουν πιο κατανοητά τα παραπάνω παρατίθεται ενδεικτικώς το εξής παράδειγμα.

‘’ Ας πούμε ότι κάποιος αποβιώνει. Αν έχει λοιπόν σύζυγο και τρία τέκνα, τότε αυτοί είναι οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του και τον κληρονομούν κατά τα εξής ποσοστά: 1/4 εξ αδιαιρέτου ο/η σύζυγος και κατά τα υπόλοιπα 3/4 εξ αδιαιρέτου τα τέκνα, δηλαδή κατά 1/4 το καθένα. Πάντα ο/η σύζυγος λαμβάνει το 1/4  και το υπόλοιπο μοιράζεται στα παιδιά ισομερώς.

Αν στο ανωτέρω παράδειγμα ένα τέκνο έχει προαποβιώσει του θανόντος, τότε στη μερίδα του υπεισέρχονται και κληρονομούν τα δικά του τέκνα, δηλαδή τα εγγόνια του θανόντος. Αν είναι ένα κληρονομεί ατόφιο το ποσοστό κατά 1/4, ενώ αν είναι δύο χωρίζεται ισομερώς κατά 1/8 στο καθένα.

Αν ο αποβιώσας δεν είχε τέκνα, τότε κληρονομείται από τον/την σύζυγο κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου και τα αδέλφια του ή τους γονείς του που υπεισέρχονται στο άλλο 1/2 εξ αδιαιρέτου. ‘’

Αν υπάρχουν διαφορετικοί συγγενικοί συσχετισμοί από τους παραπάνω, για κάθε περίπτωση υπάρχει πρόβλεψη στο νόμο.

Σε κάθε όμως περίπτωση, ο/η σύζυγος, τα τέκνα, τα εγγόνια και οι γονείς είναι οι  αναγκαίοι κληρονόμοι, αυτοί δηλαδή που κληρονομούν έτσι και αλλιώς. Έχουν επομένως δικαίωμα στην κληρονομιαία περιουσία, ακόμη και αν η επιθυμία του θανόντος ήταν να αποκλειστούν από αυτήν. Σε αυτήν την περίπτωση θα λάβουν ως κληρονομιά το μέρος εκείνο της κληρονομικής περιουσίας που ονομάζεται νόμιμη μοίρα και παρουσιάζεται λεπτομερώς παρακάτω. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που ο διαθέτης άφησε διαθήκη για την περιουσία του, αποκλείοντας με αυτήν τους αναγκαστικούς κληρονόμους ή αφήνοντάς τους περιουσιακά στοιχεία που αξίζουν λιγότερο από τη νόμιμη μοίρα. Από το σύνολο των συγγενών αναγκαίοι κληρονόμοι είναι μόνο οι κατιόντες και ο/η σύζυγος. Στην περίπτωση ωστόσο που ο κληρονομούμενος δεν άφησε κατιόντες, δηλαδή παιδιά, αναγκαίοι κληρονόμοι θα γίνουν τότε οι γονείς κι ο/η σύζυγος.

Διαθήκες

Διαθήκη είναι το έγγραφο με το οποίο ο καθένας δύναται να προσδιορίσει ο ίδιος τους κληρονόμους του αλλά και να ρυθμίσει τις σχέσεις οικογενειακού δικαίου. Μέσω αυτής αποτυπώνει την τελευταία του βούληση σχετικά με τα περιουσιακά του στοιχεία, γι’ αυτό συναντάται στο νόμο ως διάταξη τελευταίας βούλησης ή τελευταία διάταξη. Η διαθήκη συντάσσεται αυτοπροσώπως με συγκεκριμένους τύπους και ανακαλείται ελεύθερα. Υπάρχουν τρία είδη διαθήκης που μπορεί κάποιος να συντάξει, η Ιδιόγραφη, η Δημόσια και η Μυστική διαθήκη.

Η Ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται με το χέρι του διαθέτη, φέρει ημερομηνία και χρονολογία και υπογράφεται από αυτόν. Λόγω του ότι οι ιδιόγραφες διαθήκες μπορεί να συνταχθούν από τον οποιονδήποτε χωρίς τη συμμετοχή τρίτου προσώπου και την ακολουθία συγκεκριμένης διαδικασίας, τυχαίνει συχνά να έχουν ελλείψεις ή να περιέχουν όρους που και να μην μπορούν να εφαρμοστούν στην πράξη, με αποτέλεσμα να καθίστανται άκυρες ή να δημιουργείται σύγχυση ως προς τους κληρονόμους και τα κληρονομικά δικαιώματα. Ο διαθέτης μπορεί επίσης να παραδώσει τη διαθήκη και σε τρίτο πρόσωπο προς φύλαξη ή σε συμβολαιογράφο. Η ιδιόγραφη διαθήκη προκειμένου να ισχύσει σύμφωνα με το νόμο πρέπει να δημοσιευτεί και να κηρυχτεί κύρια με δικαστική διαδικασία. Το γραφείο μας έχει αναλάβει ουκ ολίγες φορές την περαίωση αυτής της διαδικασίας ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ολοκληρώνοντάς την επιτυχώς σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Η Δημόσια διαθήκη είναι μία μορφή διαθήκης που μετά την κατάρτισή της αποτελεί δημόσιο έγγραφο. Συντάσσεται από το διαθέτη με δήλωση της τελευταίας του βούλησης ενώπιον συμβολαιογράφου παρουσία τριών μαρτύρων ή δευτέρου συμβολαιογράφου και ενός μάρτυρος, οι οποίοι και οφείλουν να τηρήσουν μυστικό το περιεχόμενο της διαθήκης έως το θάνατο του κληρονομούμενου. Το βασικό πλεονέκτημα της δημόσιας διαθήκης είναι η εγκυρότητα της διαδικασίας που s10 phone casehttps://www.flmotorcycletraining.com/keely-deuschle/browse around this website διαφυλάσσεται με τη συμβολή του συμβολαιογράφου αλλά και το γεγονός πως με αυτόν τον τύπο μπορούν να συντάξουν διαθήκη και πρόσωπα που δεν μπορούν να γράψουν ή να υπογράψουν. Πρόκειται με απλά λόγια για έναν πιο πλήρη και ασφαλή τρόπο κατάρτισης διαθήκης, η οποία επιπρόσθετα δεν κινδυνεύει με απώλεια ή αδυναμία εύρεσης από τους κληρονόμους. Σε κάθε ωστόσο περίπτωση, η παράβαση κάποιας από τις διατυπώσεις που απαιτεί ο νόμος μπορεί να προκαλέσει ακυρότητα της διαθήκης, ακόμη και αν το περιεχόμενο της βουλήσεως του διαθέτη είναι σαφές.

Η Μυστική διαθήκη είναι το τρίτο είδος και καταρτίζεται με τον εξής τρόπο. Ο διαθέτης συντάσσει και υπογράφει έγγραφο που περιέχει την τελευταία του βούληση και εν συνεχεία το εγχειρίζει σε συμβολαιογράφο της επιλογής του παρουσία τριών μαρτύρων ή δεύτερου συμβολαιογράφου και ενός μάρτυρα, δηλώνοντάς του προφορικά ότι αποτελεί την τελευταία του βούληση. Η μυστική διαθήκη σφραγίζεται και τίθενται οι σχετικές σημειώσεις, ενώ στη συνέχεια φυλάσσεται από το συμβολαιογράφο και δεν κινδυνεύει να χαθεί. Ο διαθέτης δικαιούται επίσης να αναλάβει τη διαθήκη με αποτέλεσμα την ανάκλησή της. Για τη σύνταξή της ακολουθούνται τα σχετικά άρθρα 1738 – 1748 του Αστικού Κώδικα και η τήρησή τους είναι απαραίτητη προκειμένου η διαθήκη να μην είναι άκυρη. Η μυστική διαθήκη, όπως και η δημόσια, μπορεί να ακυρωθεί για τυπικό και μόνο λόγο ή για παράλειψη διατύπωσης στην ενώπιον του συμβολαιογράφου διαδικασία. Σε αυτήν τη περίπτωση δίνεται λύση με το να λαμβάνει η μυστική διαθήκη τη μορφή της ιδιόγραφης, εφόσον φυσικά πληρούνται τις προϋποθέσεις της τελευταίας.

Ένα ακόμη είδος, αλλά σπάνιο ειδικά για τη σημερινή εποχή, είναι οι Έκτακτες διαθήκες, που είναι δημόσιες διαθήκες συντασσόμενες κάτω από ορισμένες συνθήκες. Θεωρούνται διαθήκες έκτακτης ανάγκης και έχουν περιορισμένη ισχύ. Τα είδη εκτάκτων διαθηκών είναι τρία: α) η διαθήκη για τους επιβαίνοντες σε πολεμικό ή μη ελληνικό πλοίο κατά τη διάρκεια ταξιδιού, β) η διαθήκη σε διάρκεια εκστρατείας, αποκλεισμού, πολιορκίας ή αιχμαλωσίας που αφορά στρατιωτικούς ή εκείνους που κατά τις διατάξεις της στρατιωτικής ποινικής νομοθεσίας υπάγονται στην αρμοδιότητα των στρατοδικείων σε εκστρατεία και γ) η διαθήκη σε αποκλεισμό, για εκείνους που διαμένουν σε τόπο που λόγω εξαπλωμένης ασθένειας – επιδημίας δεν μπορούν να καταρτίσουν δημόσια ή μυστική διαθήκη.

Αποδοχή κληρονομίας

Η αποδοχή της κληρονομίας μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή.

Η ρητή αποδοχή κληρονομιάς γίνεται με σκοπό τη μεταγραφή της στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο και εγγραφή στο κτηματολόγιο για να αποκτηθεί η κυριότητα επί ακινήτου της κληρονομίας. Προς τούτο απαιτείται η σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου και η μετέπειτα μεταγραφή του, αφού χωρίς αυτήν δεν επέρχεται η κυριότητα.

Σιωπηρή αποδοχή κληρονομίας έχουμε όταν η επιθυμία του κληρονόμου να γίνει οριστικός συνάγεται από τις πράξεις ή τις παραλείψεις του. Τέτοιες πράξεις είναι λόγου χάρη η αίτηση για έκδοση κληρονομητηρίου που αναγράφει τον αιτούντα ως κληρονόμο, η άσκηση διεκδικητικής αγωγής για πράγμα της κληρονομίας που έλαβε τρίτος, η υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομιάς, η χρησιμοποίηση πράγματος της κληρονομιάς σαν δικό του πράγμα κ.α. Ωστόσο, με τα ανωτέρω δεν ολοκληρώνεται η αποδοχή της κληρονομίας.

Ακόμη, αποδοχή κληρονομίας σύμφωνα με το νόμο έχουμε και από την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας για αποποίηση. Αυτή ονομάζεται πλασματική αποδοχή κληρονομίας. Ειδικότερα, εάν ο προσωρινός κληρονόμος δεν αποποιηθεί εγκαίρως την κληρονομία, εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από τότε που πληροφορήθηκε ότι κατέστη κληρονόμος, θεωρείται ότι την αποδέχθηκε ακόμη και αν τούτο συνέβη από αμέλεια. Συνεπώς βαρύνεται για τα χρέη της κληρονομιάς με την προσωπική του περιουσία, μη δυνάμενος πλέον να περιορίσει την ευθύνη του στο ενεργητικό της κληρονομιάς.

Εάν δε συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο με τα ακίνητα της κληρονομίας κι εν συνεχεία μεταγραφεί στο οικείο υποθηκοφυλακείο, θεωρητικώς υπάρχει κληρονόμος, εκ του νόμου όμως δε διατηρεί την κυριότητα στα ακίνητα. Δεν υφίσταται προθεσμία για την αποδοχή της κληρονομίας με συμβολαιογραφική πράξη και μεταγραφή στο οικείο υποθηκοφυλακείο. Μπορεί επομένως να γίνει οποτεδήποτε, πλην όμως, η όσο το δυνατόν ταχύτερη διευθέτηση αυτών των εκκρεμοτήτων είναι επωφελής από πολλές πλευρές για τον κληρονόμο και την οικογένειά του.

Το γραφείο μας διατηρεί χρόνια σταθερή συνεργασία με γνωστό συμβολαιογραφικό γραφείο έχοντας διεκπεραιώσει πλείστες υποθέσεις πελατών που χρειάστηκαν τη συνδρομή μας για την αποδοχή της ακίνητης περιουσίας του δικαιοπάροχού τους σε όλη την ελληνική επικράτεια αλλά και το εξωτερικό.

Αποδοχή κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής

Ο κληρονόμος έχει το δικαίωμα εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από τότε που έμαθε ότι κατέστη κληρονόμος να προβεί σε αποδοχή της κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής, περιορίζοντας την ευθύνη του για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς μέχρι το ενεργητικό αυτής, δηλαδή μέχρι τη συνολική αξία της κληρονομίας. Τούτη η ενέργεια είναι κεφαλαιώδους σημασίας, καθώς έτσι οι δανειστές του αποθανόντος – κληρονομούμενου δεν μπορούν να αξιώσουν την ικανοποίηση της απαίτησης που είχαν κατά του κληρονομούμενου στρεφόμενοι κατά της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου, ο οποίος αποδέχθηκε με το ευεργέτημα της απογραφής. Έτσι, η κληρονομιά, αν και περιέρχεται στην κυριότητα του κληρονόμου, διαχωρίζεται από την ατομική του περιουσία και προσφέρεται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών κατά του θανόντος. Η συγκεκριμένη ενέργεια είναι σημαντικότατη στη συχνή πια περίπτωση που ο κληρονομούμενος είχε υποχρεώσεις, δηλαδή όφειλε.

Νόμιμη Μοίρα

Καθένας δικαιούται να μοιράσει την περιουσία του όπως επιθυμεί, όμως ο νόμος τάσσει κάποιες δεσμεύσεις. Μία από αυτές είναι η Νόμιμη Μοίρα, δηλαδή εκείνο το ελάχιστο μερίδιο της περιουσίας του αποθανόντος που επιβάλλεται να απονεμηθεί στο/στη σύζυγο και τα τέκνα. Η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου (χωρίς διαθήκη δηλαδή) μερίδας. Δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία έχουν τα τέκνα και ο/η σύζυγος, οι οποίοι είναι οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι. Ο μεριδούχος που δικαιούται τη νόμιμη μοίρα μετέχει ως κληρονόμος. Εκ του νόμου το τέκνο που δεν το έχει αποκληρώσει ο γονέας του είναι κληρονόμος στο ποσοστό που του αντιστοιχεί, το οποίο είναι το μισό από όσο θα έπαιρνε αν ο κληρονομούμενος γονέας δεν είχε αφήσει διαθήκη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προκύπτει συγκυριότητα στο ακίνητο. Όταν υπάρχει κληρονομικό δικαίωμα από διαθήκη, όποιος έχει δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία δε δεσμεύεται από το περιεχόμενο της διαθήκης κατά το μέρος που με αυτό αποκλείεται ή περιορίζεται η νόμιμη μοίρα του και έτσι η διαθήκη σε αυτό το σκέλος είναι άκυρη.

Για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση και η αξία της κληρονομιάς κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Επίσης, προστίθενται με την αξία που είχαν κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν οι παροχές του κληρονομούμενου προς τους μεριδούχους ή τρίτους (δωρεές, γονικές παροχές), καλούμενες ως πλασματική κληρονομιά. Με την αγωγή που ασκεί ο μεριδούχος προς απόδοση της νόμιμης μοίρας του απαιτούνται αντικείμενα της κληρονομίας, τα οποία του ανήκουν και παρανόμως κατακρατεί ο νομέας αυτών. Σε αυτήν την περίπτωση ο μεριδούχος των αντικειμένων αυτών πρέπει να επικαλεστεί το θάνατο του κληρονομουμένου αποδεικνύοντας τη συγγενική τους σχέση, την ιδιότητα των επιδίκων ως κληρονομιαίων αντικειμένων, την κατοχή και την κατακράτησή τους από τον εναγόμενο ως κληρονόμο του διαθέτη, την κατά τους νομίμους τύπους σύσταση διαθήκης με την οποία προσεβλήθη η νόμιμη μοίρα του καθώς και να προσδιορίσει το επί της κληρονομίας ποσοστό στο οποίο ανέρχεται η νόμιμη μοίρα του. Επιπρόσθετα, για τον υπολογισμό αυτού του ποσοστού πρέπει να αναφέρονται τα περιουσιακά στοιχεία και η αποτίμησή τους σε χρήμα, τα οποία αποτελούν την κληρονομία και συγκεκριμένα το είδος, η έκταση και η αξία καθενός. Τέλος, η νόμιμη μοίρα είναι δικαίωμα που μπορεί να διεκδικηθεί ανά πάσα στιγμή από τον αναγκαίο κληρονόμο ή τον κληρονόμο του αναγκαίου κληρονόμου μόνο επί της πραγματικής κληρονομίας.

Μέμψη Άστοργης Δωρεάς

Κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομούμενου, η οποία υπολογίζεται στην κληρονομία, επιτρέπεται να ανατραπεί εφόσον η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα. Ανεπάρκεια υπάρχει όταν η αξία του καθαρού ενεργητικού της κληρονομίας είναι μικρότερη από την αξία της νόμιμης μοίρας. Σε αυτήν την περίπτωση ο νόμιμος μεριδούχος ή οι διάδοχοι αυτού μπορούν με τις προβλεπόμενες εκ του νόμου νομικές κινήσεις να λάβουν τη νόμιμη μοίρα που δικαίως τους αναλογεί προς αποκατάσταση του δικαίου. Η ανατροπή επέρχεται με αγωγή του νόμιμου μεριδούχου ή των διαδόχων του κατά του δωρεοδόχου ή των κληρονόμων του. Σημειωτέον ότι ο μεριδούχος δεν είναι απαραίτητο να είχε την ιδιότητα του μεριδούχου κατά το χρόνο που καταρτίστηκε η δωρεά. Το δικαίωμα της ανατροπής παραγράφεται σε δύο έτη από το θάνατο του κληρονομουμένου. Πάντως, σε μέμψη άστοργης δωρεάς δεν υπόκεινται ανεξαιρέτως όλες οι χαριστικές δικαιοπραξίες του διαθέτη. Όσον αφορά παραδείγματος χάριν τις δωρεές προς τρίτους, αυτές θα πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία δέκα χρόνια πριν την επαγωγή της κληρονομίας κι όχι για λόγους ευπρέπειας ή ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος.

Κληρονομητήριο

Το κληρονομητήριο είναι πιστοποιητικό για το κληρονομικό δικαίωμα του κληρονόμου. Μπορεί περαιτέρω να βεβαιώνει το δικαίωμα που έχει ο καταπιστευματοδόχος, ο κληροδόχος και ο εκτελεστής της διαθήκης. Με αυτήν τη διαδικασία ο κληρονόμος αποδεικνύει ότι έχει τα δικαιώματα στην κινητή και ακίνητη περιουσία του αποβιώσαντος που αναφέρονται στο κληρονομητήριο, ώστε να μην μπορούν να αμφισβητηθούν. Το κληρονομητήριο είναι πολλές φορές απαραίτητο προκειμένου ερευνηθεί τυχόν κληρονομιαία περιουσία του αποβιώσαντος, με την προσκόμισή του σε οποιαδήποτε υπηρεσία και χορηγείται ύστερα από αίτηση στο δικαστήριο της κληρονομιάς. Την αίτηση για την έκδοση της δικαστικής απόφασης, η οποία ακολούθως θα διατάσσει την έκδοση κληρονομητηρίου, υποβάλλει ο κληρονόμος, αλλά και ο καταπιστευματοδόχος, ο κληροδόχος, ο εκτελεστής της διαθήκης, οι δανειστές της κληρονομιάς ή του κληρονόμου, ο σύνδικος της πτώχευσής του και σε κάθε περίπτωση όποιος δύναται να ενεργήσει αναγκαστική εκτέλεση. Αν υπάρχουν περισσότεροι κληρονόμοι, ο καθένας μπορεί να ζητήσει κληρονομητήριο για τη μερίδα του (ατομικό κληρονομητήριο), μπορεί όμως να ζητηθεί και κοινό κληρονομητήριο, το οποίο πιστοποιεί την κληρονομική ιδιότητα και τις κληρονομικές μερίδες όλων των κληρονόμων. Το περιεχόμενο της αίτησης για την έκδοση κληρονομητηρίου πρέπει να είναι σαφές. Απαραίτητο είναι να αναφέρονται η ημερομηνία – χρονολογία θανάτου και τα πλήρη στοιχεία του κληρονομούμενου, η διαθήκη και το περιεχόμενό της ή η συγγενική σχέση στην οποία στηρίζεται το κληρονομικό δικαίωμα, η μη ύπαρξη άλλων προσώπων που να αποκλείουν ή να περιορίζουν το κληρονομικό δικαίωμα ή ότι εκείνα που υπήρχαν εξέπεσαν καθώς και τον τρόπο με τον οποίο εξέπεσαν, το περιεχόμενο άλλων διαθηκών εφόσον υπάρχουν και αν εκκρεμεί δίκη για το κληρονομικό δικαίωμα. Το κληρονομητήριο εκδίδεται από το γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς, ύστερα από δικαστική απόφαση που διατάσσει την έκδοσή του και έχει μορφή πιστοποιητικού. Το γραφείο μας αναλαμβάνει τη δικαστική διαδικασία για την έκδοση κληρονομητηρίου στο ταχύτερο χρονικό διάστημα και με περιορισμένο κόστος για τους πελάτες του.

Σφράγιση, Αποσφράγιση & Απογραφή

Ύστερα από ξαφνικό θάνατο προσώπου στην οικεία του, όποιος έχει έννομο συμφέρον με αίτησή του ή και αυτεπαγγέλτως ο Ειρηνοδίκης του Ειρηνοδικείου που υπάγεται η κατοικία του θανόντος, μπορεί να διατάξει τη σφράγιση του ακινήτου ή ακόμη και του αυτοκινήτου του θανόντος, ορίζοντας συγχρόνως συμβολαιογράφο για να τη διενεργήσει. Αυτό συμβαίνει για την αποτροπή οποιουδήποτε κινδύνου και την εξασφάλιση των κινητών πραγμάτων που βρίσκονται μέσα στην οικία. Ο Ειρηνοδίκης κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί είναι υποχρεωμένος να διατάξει την κλήτευση εκείνου που ζήτησε τη σφράγιση, όπως και εκείνων που παραβρέθηκαν κατά τη διενέργειά της και αν η σφράγιση έγινε σε περιουσιακό στοιχείο κληρονομίας, μπορεί να διατάξει την κλήτευση εκείνων που πιθανολογείται ότι είναι κληρονόμοι, καταπιστευματοδόχοι, κληροδόχοι και εκτελεστές διαθήκης. Τη σφράγιση ακολουθεί η απογραφή των αντικειμένων που ευρέθησαν στην κινητή ή ακίνητη περιουσία του θανόντος και τα κλειδιά φυλάσσονται στο Ειρηνοδικείο.

Ακολούθως, και εφόσον περατωθεί η διαδικασία της απογραφής ή ακόμη κι αν η διατήρηση της σφράγισης δεν ήταν αναγκαία, διενεργείται η αποσφράγιση, το άνοιγμα δηλαδή του χώρου που είχε σφραγιστεί, ώστε να μην εμποδίζεται η ελεύθερη πρόσβασή του και η περιουσία να παραληφθεί από τα χέρια στα οποία ανήκει, ύστερα από εντολή του Ειρηνοδίκη που διέταξε τη σφράγιση. Η διαδικασία της αποσφράγισης ρυθμίζεται από τα άρθρα 831 επ. ΚΠολΔ και μπορεί να πραγματοποιηθεί με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπάγγελτα από τον Ειρηνοδίκη, ο οποίος μόλις πληροφορηθεί το γεγονός έχει καθήκον να κινήσει τη διαδικασία και να διατάξει την αποσφράγιση, με τη δε αίτηση αποσφραγίσεως μπορεί να σωρευθεί και αίτηση απογραφής. Η απογραφή ρυθμίζεται από τα άρθρα 737 – 738 και 831 του ΚπολΔ και γίνεται προς αποτροπή του κινδύνου. Αρμόδιος είναι ο Ειρηνοδίκης της περιφέρειας που βρίσκονται τα πράγματα και η απογραφή πραγματοποιείται από Συμβολαιογράφο.

Αποσφράγιση και επανασφράγιση μπορεί να διαταχθεί και για να αποτραπεί ο κίνδυνος ή για άλλο σπουδαίο λόγο. Ο Ειρηνοδίκης, κατά τη δικάσιμο που ορίζεται, είναι υποχρεωμένος να διατάξει την κλήτευση εκείνου που ζήτησε τη σφράγιση, όπως και εκείνων που παραβρέθηκαν κατά την ενέργειά της, και αν η σφράγιση έγινε σε περιουσιακό στοιχείο κληρονομίας, μπορεί να διατάξει την κλήτευση εκείνων που πιθανολογείται ότι είναι κληρονόμοι, καταπιστευματοδόχοι, κληροδόχοι και εκτελεστές διαθήκης.

 Αποποίηση κληρονομίας από ανήλικο

Η οικονομική ύφεση διόγκωσε τα χρέη πολλών πολιτών κυρίως προς το Δημόσιο και τις Τράπεζες. Μια επιχειρηματική, επίσης, δραστηριότητα που απέτυχε, ακόμη και αρκετά έτη πριν το θάνατο, μπορεί να έχει δημιουργήσει χρέη που εξακολουθούν να υφίστανται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι κληρονόμοι των αποβιωσάντων να πρέπει να κινήσουν τη διαδικασία της αποποίησης της κληρονομιάς προκειμένου να μην βρεθούν ξαφνικά να χρωστάνε. Η αποποίηση της κληρονομιάς από ενήλικο είναι απλή διαδικασία και δεν είναι απαραίτητη η συνδρομή του δικηγόρου. Αν όμως ο κληρονόμος είναι ανήλικος ή μετά την αποποίηση της κληρονομίας του προηγούμενου στην τάξη καθίσταται εκείνος κληρονόμος, τότε είναι αναγκαία η προσφυγή στο δικαστήριο. Γι’ αυτό συνίσταται μεγάλη προσοχή στους γονείς που ως ασκούντες τη γονική μέριμνα πρέπει να κινήσουν τη διαδικασία αποποίησης κληρονομίας για τα ανήλικα τέκνα τους εμπρόθεσμα, εντός τεσσάρων δηλαδή μηνών, ώστε να μην επωμιστούν αυτά τις δυσμενείς υποχρεώσεις της κληρονομίας. για να πραγματοποιηθεί αυτό οι γονείς θα πρέπει να δοθεί στους γονείς ειδική άδεια με την απόφαση δικαστηρίου. Η σχετική αίτηση για την έκδοση της ανωτέρω απόφασης υποβάλλεται στο κατά τόπον αρμόδιο Ειρηνοδικείο στο τμήμα της εκούσιας δικαιοδοσίας. Με την κατάθεση της αίτησης, η οποία επιδίδεται υποχρεωτικώς στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ορίζεται ημερομηνία δικασίμου για εκδίκαση. Σύμφωνα με το νόμο, η αποποίηση της κληρονομίας για τους ανηλίκους πρέπει, όπως και για τους ενήλικες, να ολοκληρωθεί μέσα στην τετράμηνη αποσβεστική προθεσμία, εκτός εάν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία του κατοικία στο εξωτερικό ή ο κληρονόμος έμαθε ότι κατέστη κληρονόμος ενώ διέμενε εκτός Ελλάδος, που τότε η προθεσμία αλλάζει σε ένα έτος. Η εκπρόθεσμη αποποίηση κληρονομίας είναι άκυρη και μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες στη ζωή των ανηλίκων τέκνων μετά την ενηλικίωσή τους, γι’ αυτό η ενημέρωση των γονέων για τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν είναι απαραίτητη. Η προθεσμία αποποίησης κληρονομίας ξεκινά από τότε που ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή της κληρονομιάς, ενώ στην περίπτωση που ο κληρονόμος κληρονομεί με διαθήκη η προθεσμία αρχίζει μετά τη δημοσίευση αυτής. Στην περίπτωση του ανηλίκου η τετράμηνη προθεσμία της αποποίησης αρχίζει από τότε που περιήλθε εις γνώση των γονέων ότι το τέκνο τους κατέστη κληρονόμος. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η τετράμηνη προθεσμία για την αποποίηση της κληρονομίας ανηλίκου αναστέλλεται από την κατάθεση της αίτησης στο Ειρηνοδικείο και μέχρι την έκδοση της απόφασης. Αν όμως παρέλθει η τετράμηνη προθεσμία, τότε θεωρείται ότι η κληρονομία έγινε σιωπηρώς αποδεκτή από τα τέκνα και η αποποίηση κληρονομίας σε μεταγενέστερο χρόνο είναι άκυρη. Έτσι, ο ανήλικος κινδυνεύει να καταστεί κληρονόμος λόγω παρέλευσης της τετράμηνης προθεσμίας για αποποίηση της κληρονομίας. Αν κάτι τέτοιο συμβεί η αποδοχή κληρονομιάς του ανηλίκου μπορεί να ακυρωθεί εάν αποδειχθεί δικαστικώς ότι η παρέλευση της προθεσμίας οφείλεται σε ουσιώδη πλάνη των γονέων και η σχετική αγωγή κατατίθεται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο.

Το γραφείο μας αναλαμβάνει με μικρό κόστος και εντός της εκ του νόμου προθεσμίας τη δικαστική διαδικασία της αποποίησης της κληρονομίας από ανήλικο που πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα κάθε γονέα προκειμένου να μη ζημιωθεί το τέκνο του.