ΕΦΕΣΕΙΣ Ν. 3869/2010

Από την έναρξη ισχύος του ν. 3869/2010 μέχρι και την πρόσφατη κατάργησή του χιλιάδες δανειολήπτες επιχείρησαν την ένταξή τους στις ευεργετικές διατάξεις του. Το μέγεθος της οικονομικής κρίσης αλλά και η μεγάλη της διάρκεια οδήγησε τελικά περισσότερους από όσους στην αρχή αναμένονταν στην αδυναμία πληρωμής των δανείων τους και μοιραία στην αύξηση των υποθέσεων στα Ειρηνοδικεία της Χώρας. Τελικώς λοιπόν ο ν. 3869/2010 (Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά) μονοπώλησε το ενδιαφέρον για πολλά χρόνια ως η πτωχευτική διαδικασία των φυσικών προσώπων και όχι μόνο.

Με την πρόσφατη τροποποίησή του με τον ν. 4745/2020, μέσα στο 2021 και 2022 έρχονται να συζητηθούν όλες οι εκκρεμείς υποθέσεις στα Ειρηνοδικεία, που σε πολλά στο λεκανοπέδιο της Αττικής είχαν προσδιοριστεί ακόμη και για μετά το 2030. Στη νέα αυτή διαδικασία απουσιάζει η εξέταση μάρτυρα ή του ίδιου του δανειολήπτη στο ακροατήριο, στην πραγματικότητα δηλαδή εκδίδεται απόφαση από τα έγγραφα και τους γραπτούς ισχυρισμούς που κατατίθενται στον φάκελο χωρίς την παρουσία στο δικαστήριο του δανειολήπτη-οφειλέτη και του συνηγόρου του.

Τα παραπάνω δεν θα δώσουν σε πολλούς τη δυνατότητα να εκθέσουν, όπως θα ήθελαν και θα ήταν και απαραίτητο για την ορθή εκτίμηση της υπόθεσης, αρκετούς απ’ τους ισχυρισμούς τους, ενώ η έκδοση και των τελευταίων πια αποφάσεων με την παραπάνω διαδικασία θα σηματοδοτήσει τη λήξη του ν. 3869/2010 στα Ειρηνοδικεία, πέραν των επανασυζητήσεων που μπορεί να αποφασιστούν με την απόφαση για ενδεχόμενο επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών.

Αναμένεται λοιπόν το προσεχές διάστημα πολλές αιτήσεις δανειοληπτών να απορριφθούν από τα Ειρηνοδικεία ή να γίνουν δεκτές με δυσμενείς για τον δανειολήπτη όρους ή με όρους που θα είναι αδύνατον να εφαρμοστούν από εκείνον, όπως για παράδειγμα ο καθορισμός υψηλών δόσεων.

Θα παρατηρηθεί δε, ενόψει του ακατάστατου πολλές φορές επαναπροσδιορισμού των αιτήσεων με τον ν. 4745/2020, να εκδίδονται αποφάσεις σε συναφείς υποθέσεις με κοινό δανεισμό (πχ σύζυγοι) από διαφορετικό Ειρηνοδίκη, χωρίς να έχει εκτιμηθεί τι έχει αποφασισθεί με την άλλη απόφαση του συνοφειλέτη ή εγγυητή κι ως εκ τούτου να είναι δυσμενείς για τον δανειολήπτη.

Δεδομένης δε της κατάργησης του ν. 3869/2010 και της μη αντικατάστασής του από έναν παρόμοιο νόμο προστασίας του οφειλέτη-δανειολήπτη, σε συνδυασμό με το άνοιγμα των πλειστηριασμών και τις εκθέσεις κατάσχεσης που τελευταία όλο και πιο συχνά κοινοποιούν οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων (funds), είναι απαραίτητο ο οφειλέτης-δανειολήπτης να εξαντλήσει όλα τα δικαιώματά που του παρέχει ο ν. 3869/2010. Η απόρριψη μιας αίτησης πρωτοδίκως ή η απόφαση με όρους που δεν μπορεί να εφαρμόσει ο δανειολήπτης είναι απαραίτητο τις περισσότερες φορές να εφεσιβάλλονται για διαφορετικούς ανά περίπτωση λόγους.

Η έφεση καλό είναι, για πολλούς λόγους, να υποβάλλεται άμεσα, σε κάθε ωστόσο περίπτωση πρέπει να υποβάλλεται εντός 30 ημερών από την επίδοση της απόφασης του Ειρηνοδικείου ή αν αυτή δεν έχει επιδοθεί εντός 2 ετών από τη δημοσίευση της απόφασης. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της έφεσης είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, δηλαδή στην Αττική το Πρωτοδικείο της Αθήνας ή του Πειραιά.

Σε πολλές περιπτώσεις το Ειρηνοδικείο δεν έχει εκτιμήσει ορθά την περίπτωση ή έχει εξαντλήσει την αυστηρότητά του απέναντι στην αιτούμενη απ’ τον οφειλέτη ρύθμιση. Με την έφεση αναλύονται οι λόγοι που η πρωτόδικη απόφαση έσφαλε και το Εφετείο κρίνει ξανά την υπόθεση. Οι πιο συνηθισμένοι λόγοι απόρριψης των αιτήσεων είναι:

Α) η εμπορική ιδιότητα που διατηρούσε ο δανειολήπτης κατά τον χρόνο υπαγωγής του στο ν. 3869/2010 ή τον χρόνο παύσης πληρωμής των δόσεων προς τις Τράπεζες. Πέραν των ξεκάθαρων περιπτώσεων της εμπορικής δραστηριότητας, υπήρξαν πολλά επαγγέλματα που απασχόλησαν τη νομολογία σχετικά με το αν αυτά προσδίδουν την εμπορική ιδιότητα ή όχι στον δανειολήπτη. Επίσης, σε πολλά από αυτά χρειάστηκε να αναλυθεί το πλαίσιο ή ο τρόπος με τον οποίον ασκούνταν προκειμένου να αποφασισθεί η εμπορική ή μη φύση τους. Το Εφετείο είναι πιθανό να κρίνει διαφορετικά για πολλές δραστηριότητες, όπως έχει συμβεί πολλές φορές να εκδίδονται αντιφατικές αποφάσεις από τα Ειρηνοδικεία. Ακόμη, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι αιτήσεις πρώην εμπόρων απορρίφθηκαν, καθώς κρίθηκε ότι κατά τον χρόνο παύσης των πληρωμών των δανείων εκείνοι διατηρούσαν ακόμη την εμπορική ιδιότητα. Σε πολλές όμως περιπτώσεις αυτή η παύση πληρωμών δεν ήταν μόνιμη και γενική όπως απαιτεί ο νόμος, αλλά η πληρωμή των δόσεων γινόταν με καθυστέρηση ή τμηματικά, παρόλα αυτά όμως υπήρξαν αιτήσεις που απορρίφθηκαν χωρίς να αποδειχθεί η διαρκής και μόνιμη αδυναμία και τούτο ίσως γιατί δεν εκτέθηκαν πρωτοδίκως με σαφήνεια ή δεν εκτιμήθηκαν σωστά τα στοιχεία, ίσως δε και γιατί δεν προσκομίσθηκαν τα έγγραφα που το αποδεικνύουν. Σε άλλες περιπτώσεις που η εμπορική δραστηριότητα είχε σταματήσει, πλην όμως δεν είχε γίνει η τυπική διακοπή στη Δ.Ο.Υ. ή αυτή καθυστέρησε λόγω εκκρεμοτήτων που ήταν το συχνότερο φαινόμενο, παρατηρήθηκε η τάση να απορρίπτεται η αίτηση του δανειολήπτη, διότι κρίθηκε ότι χρόνος απώλειας της εμπορικής ιδιότητας ήταν ο χρόνος διακοπής των εργασιών στην εφορεία, αν και χρόνος απώλειας της εμπορικής δραστηριότητας πρέπει να θεωρείται ο χρόνος που παύουν στην πραγματικότητα να διενεργούνται εμπορικές πράξεις. Συνεπώς, στις ανωτέρω περιπτώσεις και σε πολλές ακόμη η εμπορική ιδιότητα δεν εκτιμήθηκε ορθά στον πρώτο βαθμό και στην κατ’ έφεση δίκη εξετάζεται ξανά.

Β) ο δόλος κατά τον χρόνο ανάληψης των δανείων ή στη συνέχεια με την ανάληψη νέων δανειακών υποχρεώσεων ή πρόσθετων πράξεων ή ο μη συνετός δανεισμός, αλλιώς υπερδανεισμός. Αποτελούν την πλειοψηφία των λόγων απόρριψης των αιτήσεων του ν. 3869/2010. Τα Ειρηνοδικεία πολλές φορές κρίνουν ότι ο δανειολήπτης ξεπέρασε το όριο του δανεισμού στον οποίο θα έπρεπε να είχε οδηγηθεί βάσει των οικονομικών του δεδομένων, της ηλικίας του και των προσδοκιών οικονομικής ανέλιξης που θα μπορούσε να έχει στο μέλλον. Άλλες φορές κρίνεται ότι δεν είχε κάνει σωστό προγραμματισμό στο πως θα αποπληρώσει τα δάνεια ή στην πορεία δεν διέκρινε τις δυσκολίες και συνέχισε να αναλαμβάνει υποχρεώσεις ή να τροποποιεί τις ήδη υπάρχουσες. Σε πολλές όμως περιπτώσεις τα Ειρηνοδικεία δεν έχουν εκτιμήσει σωστά τις συνθήκες που οδήγησαν τον δανειολήπτη σε αυτό το σημείο, τους αστάθμητους παράγοντες στη ζωή του, το μέγεθος της οικονομικής καταστροφής που υπέστη από την οικονομική κρίση, την οικογενειακή του κατάσταση και τις μεταβολές σε αυτήν, άλλα απρόβλεπτα γεγονότα στην καθημερινότητά του, τυχόν προβλήματα υγείας, την αύξηση των υποχρεώσεων προς το κράτος και την γενικότερη ακρίβεια, την έλλειψη ενημέρωσης των δανειοληπτών, την επιμονή των Τραπεζών στην πώληση προϊόντων, την ενδεχόμενη συνυπαιτιότητά τους σε αυτό, τη μη τήρηση των κανόνων δανεισμού, την έμμεση αποδοχή των Τραπεζών ή το ρίσκο που ανέλαβαν στο ενδεχόμενο να μην μπορεί στο μέλλον να αποπληρωθεί η οφειλή, τα υψηλά επιτόκια που μπορούν να διογκώσουν μια οφειλή η οποία στην πραγματικότητα όταν ανελήφθη ήταν πολύ μικρότερη, την άρνηση των Τραπεζών την προηγούμενη δεκαετία να προβούν σε διακανονισμούς για να διευκολυνθεί ο δανειολήπτης και να συνεχίσει να πληρώνει, κάτι το οποίο γίνεται τα τελευταία χρόνια με την εμφάνιση των funds, και πολλά άλλα. Συνηθίζεται δε με κάποιες αποφάσεις να μη συγχωρείται στον συγγενή, συνήθως σύζυγο ή τέκνα, η παροχή εγγύησης σε δάνειο, καθώς εκείνος δεν είχε υψηλά εισοδήματα, πλην όμως λειτούργησε επιβοηθητικά και διότι ήταν απαίτηση των Τραπεζών η υπογραφή εγγυητή για την ανάληψη δανείου. Άλλοι δε δανειολήπτες βρέθηκαν να οφείλουν ποσά που δεν αξιοποίησαν ποτέ οι ίδιοι, απλά διότι εγγυήθηκαν δάνειο συγγενούς τους και τελικά δεν κατάφεραν να υπαχθούν στο ν. 3869/2010 λόγω δόλου που κρίθηκε στον πρώτο βαθμό. Στην κατ’ έφεση δίκη αναπτύσσονται λεπτομερώς όλοι οι ισχυρισμοί που αντικρούουν τον λόγο που το Ειρηνοδικείο κατέληξε στον δόλο ή τον μη συνετό δανεισμό, ισχυρισμοί που λόγω και του μεγάλου φάσματος των περιπτώσεων δεν ήταν πολλές φορές δυνατόν να αναπτυχθούν πρωτοδίκως ή προβλήθηκαν αλλά δεν εκτιμήθηκαν σωστά.

Γ) η έλλειψη στο πρόσωπο του δανειολήπτη της προϋπόθεσης της αδυναμίας πληρωμής των δανείων. Πολλές φορές κρίνεται πρωτοδίκως ότι ο οφειλέτης-δανειολήπτης κατά τον χρόνο που κατέθεσε την αίτησή του στο Νόμο Κατσέλη μπορούσε να συνεχίσει να πληρώνει τα δάνεια από τα εισοδήματά του ή ότι έσπευσε να εκμεταλλευτεί τον νόμο για να διευκολυνθεί στην αποπληρωμή των δανείων, ακόμη και ότι επειδή δεν είχε πολύ καιρό σταματήσει να πληρώνει τα δάνεια δεν είχε βρεθεί σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας, ακόμη και αν η πορεία το αποδεικνύει. Η λεπτομερής ωστόσο ανάλυση των οικονομικών του δεδομένων της περιόδου εκείνης και η προσκόμιση των αναγκαίων αποδεικτικών μέσων θα αναδείξει ότι δεν είχε άλλη επιλογή από την υπαγωγή στο ν. 3869/2010 και ορθώς οδηγήθηκε εκεί.

Περαιτέρω, η έφεση είναι απαραίτητη και στις περιπτώσεις που ναι μεν έγινε δεκτή η αίτηση από το Ειρηνοδικείο, πλην όμως με δυσμενείς για τον οφειλέτη όρους, όπως α) οι υψηλές δόσεις λόγω κακής εκτίμησης των εισοδημάτων, των βιοτικών αναγκών και των λοιπών υποχρεώσεών του, β) η εκποίηση περιουσιακού του στοιχείου, γ) η λάθος εκτίμηση της αξίας της κύριας κατοικίας και συνεπώς η ρύθμιση με υψηλές δόσεις για την προστασία της, δ) ο καταμερισμός των δόσεων στους πιστωτές, κ.α.

Αν λοιπόν οι λόγοι της έφεσης του δανειολήπτη είναι βάσιμοι και αληθινοί, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικάζει ξανά την υπόθεση στην ουσία της, εκτιμά εκ νέου τις αποδείξεις, τις απαιτήσεις των πιστωτών, τις βιοτικές ανάγκες του οφειλέτη και της οικογενείας του, τον καθορισμό των μηνιαίων δόσεων, την εξαίρεση της κύριας κατοικίας, τη μη ρευστοποίηση των λοιπών περιουσιακών στοιχείων αλλά και τους λοιπούς επιμέρους όρους.

Πέραν όμως των ανωτέρω, η έφεση αποτρέπει την τελεσιδικία της απόφασης, που, αν επέλθει, ο δανειολήπτης-οφειλέτης μένει παντελώς εκτεθειμένος και είναι πολύ πιθανό να βρεθεί γρήγορα αντιμέτωπος με την απώλεια της περιουσίας και της μοναδικής κύριας κατοικίας του. Στο διάστημα δε μέχρι τη συζήτηση της έφεσης, που λόγω του όγκου των υποθέσεων καθυστερεί αρκετά χρόνια, ο δανειολήπτης μπορεί να διαπραγματευθεί με τα funds, που διαχειρίζονται πλέον τα περισσότερα δάνεια, τον διακανονισμό των οφειλών του και να πετύχει σημαντικό κούρεμα και χρονική παράταση. Η παραμονή του στον ν. 3869/2010 με την υποβολή έφεσης και συνεπώς η μη τελεσιδικία της υπόθεσης θα του δώσει αρκετό χρόνο να αναζητήσει λύση αλλά και διαπραγματευτική ικανότητα που δεν θα έχει στην περίπτωση που τεθεί εκτός του νόμου με την τελεσιδικία.

Εάν σε κάθε περίπτωση στο μεσοδιάστημα από την υποβολή έως τη συζήτηση της έφεσης ανακύψει κίνδυνος για τα περιουσιακά στοιχεία του δανειολήπτη, μπορεί να ζητηθεί με ασφαλιστικά μέτρα η προστασία της περιουσίας του από την εκποίηση, κοινώς η αναστολή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από κάποια τράπεζα ή fund, δυνατότητα που δεν έχει ο δανειολήπτης αν δεν έχει καταθέσει έφεση.

Συνεπώς, η μη ύπαρξη άλλου πτωχευτικού νόμου με τις ευεργετικές διατάξεις που παρέχει ο ν. 3869/2010 επιβάλλει την συνέχιση της διαδικασίας ακόμη και αν αρχικώς αυτή δεν ευδοκίμησε, καθώς στον δεύτερο βαθμό δίνεται η δυνατότητα να εκτιμηθούν ξανά όσα πιθανότατα δεν εκτιμήθηκαν σωστά έως τότε και να πετύχει ο δανειολήπτης τη ρύθμιση των δανείων του με τις καλύτερες δυνατές συνθήκες.