ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
Αριθμός απόφασης
7322/2017
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τον Ειρηνοδίκη Αθηνών Ε. Γ., που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Α. Ι..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21-11-2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αιτούντος, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Άγι Ζερβέα.
Του μετέχοντος στη δίκη πιστωτή, ο οποίος κατέστη διάδικος μετά τη νόμιμη κλήτευσή του (άρθρα 5 ν. 3869/2010 και 748 παρ. 2 ΚΠολΔ): ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Ακαδημίας, αρ. 40, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Γ. Κ..
Ο αιτών ζητά να γίνει δεκτή η αίτησή του. Ο αιτών, ηλικίας σήμερα 55 ετών, είναι άγαμος και δεν έχει παιδιά. Εργάζεται ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με μηνιαίες αποδοχές 1.045 ευρώ κατά την κατάθεση της αίτησης και τώρα 1.035 ευρώ (δες το εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου εισοδήματος του φορολογικού έτους 2014, καθώς και τη βεβαίωση αποδοχών του για το μήνα Μάρτιο του 2017).
Περαιτέρω ο αιτών από στεγαστικό δάνειο που έλαβε σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της υπό κρίση αίτησης, όφειλε στο μετέχοντα στη δίκη πιστωτή του, το ποσό των 109.566,32 ευρώ, κατά την κατάθεση της αίτησης.
Για την εξόφληση του ανωτέρω δανείου, έπρεπε ο αιτών να καταβάλλει στο μετέχοντα στη δίκη πιστωτή του μηνιαίες δόσεις 631 περίπου ευρώ, σύμφωνα με προσκομιζόμενη σχετική βεβαίωση του πιστωτή του, οι οποίες συμφωνήθηκε να παρακρατούνται από το μισθό του. Τις δόσεις αυτές αδυνατούσε να καταβάλλει ο αιτών πριν από την κατάθεση της αίτησης, αφού το εισόδημα που του απέμενε μετά την παρακράτηση της συμφωνηθείσας δόσης από του, δεν ήταν ικανό να καλύψει τις βιοτικές του ανάγκες, με αποτέλεσμα να βρίσκεται τουλάχιστον από το χρόνο κατάθεσης της υπό κρίση αίτησης, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής του. Λόγω μάλιστα της βαθειάς κρίσης που ταλανίζει τη χώρα, δεν έχει προοπτικές να βελτιώσει σημαντικά την οικονομική του κατάσταση.
Ο ισχυρισμός του μετέχοντος στη δίκη πιστωτή περί απόρριψης της αίτησης, επειδή κατά την κατάθεσή της, δεν υπήρχε καμιά ληξιπρόθεσμη οφειλή του αιτούντος προς αυτόν, που είναι και ο μοναδικός πιστωτής του, πράγμα απαραίτητο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί για τον εξής λόγο: Ο νομοθέτης θέσπισε την ανωτέρω προϋπόθεση, έχοντας κατά νου, το συνήθως συμβαίνον, δηλαδή τη δυνατότητα του οφειλέτη δανείου να διακόψει οποτεδήποτε την καταβολή των συμφωνημένων δόσεων προς τον πιστωτή του, δημιουργώντας έτσι ληξιπρόθεσμες οφειλές όταν διαπιστώσει ότι δεν αρκούν για τις βιοτικές ή οικογενειακές του δαπάνες τα χρήματα που του απομένουν από τα έσοδά του. Αντίθετα η προϋπόθεση αυτή, σύμφωνα με το πνεύμα του νόμου, δεν πρέπει να θεωρηθεί απαραίτητη όταν εν ενεργεία δημόσιος υπάλληλος ή συνταξιούχος, έχει λάβει δάνειο μόνο από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (ΤΠΔ) εξοφλητέο σε τοκοχρεολυτικές δόσεις και συμφώνησε προς εξόφλησή του να εκχωρήσει στο Ταμείο, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του νόμου, ποσοστό από το μηνιαίο μισθό ή τη σύνταξή του, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Και τούτο επειδή σε αυτή τη περίπτωση ο οφειλέτης, ακόμα και αν βρίσκεται αναμφισβήτητα σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών, δεν θα έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Ταμείο, παρά μόνο αν χάσει τη δουλειά του ή μειωθεί ο μισθός ή η σύνταξή του τόσο πολύ, ώστε το παρακρατούμενο ποσοστό τους να είναι μικρότερο από τη συμφωνηθείσα δόση του δανείου. Για αυτό το λόγο το δικαστήριο θεωρεί ότι στις προαναφερόμενες περιπτώσεις δεν απαιτείται η ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Ταμείο κατά την κατάθεση της αίτησης. Αρκεί μόνο να αποδειχθεί κατά τη συζήτηση ότι ο οφειλέτης του δανείου βρίσκονταν κατά την κατάθεση της αίτησης σε μόνιμη αδυναμία να καταβάλλει τις συμφωνημένε δόσεις του δανείου του, με την έννοια ότι τι εισόδημα που του απέμενε μετά τη συμφωνηθείσα παρακράτηση της δόσης του από το μισθό ή τη σύνταξή του, δεν ήταν αρκετό για την κάλυψη των βιοτικών ή οικογενειακών του αναγκών.
Από τις προαναφερθείσες μηνιαίες καταβολές του αιτούντος προς τον πιστωτή του για μια πενταετία, θα καλυφθεί μόνο μέρος των οφειλών του και ειδικότερα 21.000 (60 μήνες x 350) ευρώ, επί συνόλου οφειλών 109.566,32 ευρώ. Η ικανοποίηση των υπολοίπων απαιτήσεων του πιστωτή του (88.566,32 ευρώ), θα γίνει με περαιτέρω καταβολή ποσού προς διάσωση της κύριας κατοικίας του αιτούντος, που θα ανέλθει στο 80% της αντικειμενικής αξίας της, δηλαδή στο ποσό των 32.618,88 ευρώ (40.733,60 x 80%) ευρώ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον αιτούντα να καταβάλλει στο μετέχοντα στη δίκη πιστωτή για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών, το συνολικό ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ το μήνα, το οποίο θα καταβάλλεται το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, αρχής γενομένης από το δεύτερο μήνα μετά τη δημοσίευση της απόφασης αυτής.
ΕΞΑΙΡΕΙ από την εκποίηση το με στοιχεία Α-1 διαμέρισμα, το οποίο ανήκει στην αποκλειστική κυριότητα του αιτούντος και χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον αιτούντα να καταβάλει στο μετέχοντα στη δίκη πιστωτή, για την παραπάνω αιτία (διάσωση της κύριας κατοικίας του), το συνολικό ποσό των 32.618,88 ευρώ, σε μηνιαίες δόσεις συνολικού ποσού 135,91 ευρώ η καθεμιά. Οι δόσεις αυτές θα είναι έντοκες, με επιτόκιο που δεν θα υπερβαίνει το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής τους, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος και χωρίς ανατοκισμό, θα αρχίσουν να καταβάλλονται 5 χρόνια μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, μέσα στο πρώτο τριήμερο κάθε μήνα και θα διαρκέσουν επί 20 χρόνια.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ